- θρυαλλίδα
- [-ίς (-ίδος)] η фитиль; трут
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θρυαλλίδα — η 1. φιτίλι λάμπας πετρελαίου, κεριού, φουρνέλων κτλ. 2. μτφ., ό,τι προκαλεί έκρηξη, ανατίναξη: Ο νόμος για τα έκτακτα μέτρα αποτελεί θρυαλλίδα στα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θρυαλλίδα — Ταινιοειδές κατασκεύασμα από εύφλεκτες ου σίες, το οποίο προορίζεται να μεταδίδει σε απόσταση και σε έναν προκαθορισμένο χρόνο την έναυση σε εκρηκτικές γομώσεις. Το εύφλεκτο υλικό, που αποτελείται συνήθως από μαύρη πυρίτιδα, περιέχεται σε έναν… … Dictionary of Greek
θρυαλλίδα — θρυαλλίς plantain fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυαλλίδ' — θρυαλλίδα , θρυαλλίς plantain fem acc sg θρυαλλίδι , θρυαλλίς plantain fem dat sg θρυαλλίδε , θρυαλλίς plantain fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… … Dictionary of Greek
φιτίλι — το, Ν 1. η θρυαλλίδα διαφόρων φωτιστικών αντικειμένων ή συσκευών, άπτρα, ελλύχνιο (α. «φιτίλι κεριού» β. «φιτίλι τής καντήλας» γ. «φιτίλι τής λάμπας» δ. «φιτίλι αναπτήρα») 2. η θρυαλλίδα πυροδότησης όπλου, εκρηκτικής ύλης, εμπυρεύματος ή… … Dictionary of Greek
φιτίλι — το (λ. τουρκ.) 1. θρυαλλίδα, χοντρό νήμα κεριού, καντήλας, λυχναριού, λάμπας, που ανάβει: Σώθηκε το φιτίλι της καντήλας. 2. πυροδοτική θρυαλλίδα, άφτρα: Ο δυναμίτης παίρνει φωτιά με φιτίλι. 3. βύσμα έλκους που προκαλεί την αποχέτευση του πύου:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έωλος — ο (ΑΜ ἕωλος, ον) 1. αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη μέρα, χθεσινός, παλιός, μπαγιάτικος 2. (για τρόφιμα) μπαγιάτικος, μουχλιασμένος 3. (για αβγά) κλούβιος μσν. (για πράγματα) αυτός που καθυστέρησε αρχ. 1. (για πράξεις) παλιός,… … Dictionary of Greek
δίμυξος — δίμυξος, ον (AM) (για λύχνο) αυτός που έχει δυο θρυαλλίδες, φιτίλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + μύξα «θρυαλλίδα τού λύχνου»] … Dictionary of Greek
θρύο — το (Α θρύον) το βούρλο νεοελλ. βοτ. είδος ζιζανίου τών αγρών, δεμάτια, δεματόχορτο, μαχαιρίδι, βούτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θρύον ανάγεται πιθ. σε ΙE *truso και συνδέεται με αρχ. σλαβ. trŭstĭ «καλάμι». Το δασύ τού τ. προήλθε ίσως από αρχικό τ. *τρυhον … Dictionary of Greek
μονόμυξος — μονόμυξος, ον (Α) (για λύχνο) αυτός που έχει μία μόνο θρυαλλίδα, ένα φιτίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μύξα «φιτίλι»] … Dictionary of Greek